ἀκαλλιέρητος

ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλ-ιέρητος, ον,
A not accepted by gods, ill-omened,

ἱερά Aeschin. 3.131

, 152.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) …   Dictionary of Greek

  • ἀκαλλιέρητος — not accepted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλλιέρητον — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc sg ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλλιερήτους — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλλιερήτων — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλλιέρητα — ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”